προχειρίσῃ

προχειρίσῃ
προχειρίσηι , προχείρισις
utterance
fem dat sg (epic)
προχειρίζω
make
aor subj mid 2nd sg
προχειρίζω
make
aor subj act 3rd sg
προχειρίζω
make
fut ind mid 2nd sg
προχειρίζω
make
aor subj mid 2nd sg
προχειρίζω
make
aor subj act 3rd sg
προχειρίζω
make
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προχείριση — η / προχείρισις, ίσεως, ΝΜΑ [προχειρίζω] 1. εκκλ. χειροτονία («προχείριση επισκόπου») 2. επιλογή, διορισμός αρχ. 1. ανάληψη, εκτέλεση 2. έκφραση, απαγγελία 3. χρήση 4. άσκηση, εξάσκηση …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπρεσβύτερος — ο, ΝΜΑ [πρεσβύτερος] εκκλ. εκκλησιαστικό αξίωμα που εμφανίστηκε πολύ νωρίς στην Εκκλησία, γύρω στον 4ο αιώνα και δινόταν από τον επίσκοπο με ειδικό διορισμό και τέλεση ακολουθίας στον αρχαιότερο κατά τα πρεσβεία, ενώ σήμερα είναι απλώς ένας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”